- κρεπ
- crepe
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
κρεπ — και κρέπι, το 1. ακατέργαστο καουτσούκ κιτρινόλευκου χρώματος, το οποίο λαμβάνεται ύστερα από αποξήρανση θρομβωθέντος ελαστικού γαλακτώματος στον θερμό αέρα και χρησιμοποιείται για την κατασκευή πελμάτων υποδημάτων και ως πρώτη ύλη από ελαστικό… … Dictionary of Greek
κρέπι — το βλ. κρεπ … Dictionary of Greek
κρέπι, το — κρέπι, τo, και κρεπ,το (λ. γαλλ.) 1. είδος μεταξωτού υφάσματος. 2. είδος λεπτού μελανού υφάσματος. 3. είδος καουτσούκ που χρησιμοποιείται για πέλμα παπουτσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)